Η πόλη μου, η μεγάλη μου αγάπη!
Ίσως η πιο μεγάλη αγάπη της ζωή μου, είναι η πόλη που μεγάλωσα και ζω.
Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά ο Θεούλης, επειδή είναι Καλός και Μεγαλόχαρος, μου έδωσε την μεγάλη χαρά και τιμή να μεγαλώσω και να συνεχίζω να βιώνω (ελπίζω για λίγο ακόμα) στην πανέμορφη, ηθικοτάτη και αξιόλογη πόλη της Πρέβεζας!
Ότι και να πω για αυτή την πόλη θα είναι πόλη λίγο. Οι λεξούλες μου είναι μικρές και ανίκανες να περιγράψουν αυτή την σπουδαία πόλη!
Για αυτό λοιπόν, θα αντιγράψω το ποίημα του Κ.Γ.Καρυωτάκη που το έγραψε τον Ιούνιο του 1928, λίγο πριν αυτοκτονήσει στην πόλη μου(στις 21 Ιουλίου), για εκείνη.
Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Το ποίημα το μελοποίησε ο Γιάννης Γλέζος, αφαιρώντας την τελευταία στροφή (κακός κατά την γνώμη μου) και το τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το 1982 στον δίσκο του "Φοβάμαι".
4 σχόλια:
"-Πρεβεζάνος χαμογελαστός;
-...Πιωμένος θα 'ναι!"
Μ αρέσει εμένα η Πρέβεζα τελικά!!!!
ωραία είναι!!!
εγώ μ' εκείνη έχουμε μια σχέση πάθους!
Γεια σου ρε πατρίδα! Χαίρομαι που συναντώ και άλλον πρεβεζάνο στην μπλογκόσφαιρα. Τι λέει η πόλη μου; Από χριστούγεννα έχω να έρθω. Αντίο.
-Καλησπέρα "τυχερό αγόρι", τι να πει κι η πατρίδα; ... αν είχε στόμα να μιλήσει... θα αναστενάζει!
Τις καλησπέρες μου! :)
Δημοσίευση σχολίου