Τέσσερα Αγαπημένα Μου Ποιήματα Του Κώστα Ουράνη
Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953). Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και δημοσιογράφος (πραγματικό όνομα Κώστας Νιάρχος).
Η ΑΓΑΠΗ
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα·
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποιά είμ' εγώ;»
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει - αλλιώς θα προσπεράσει.
............................
VITA NUOVA
Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροϊζει ανάλαφρα σε πρωϊνό του Απρίλη
μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να' χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε·
μακρυά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη.
...............................
ΖΩΗ
Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ' ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
«θα με ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σαν πεθάνω;»
Δε σ' απαντούσα. Την φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι έσφιγγα με παροξυσμό τ' αδύνατο κορμί σου,
σα να θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ' ήσουν όλη μου η ζωή, χαρά της και σκοπός της,
κι όσο κι αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω.
............................
ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝΑ ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΔΕΙΛΙ
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος·
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθή ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...".
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "Μ' αυτός έχει πεθάνει!".
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνίσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι·
θε να πουν: "Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...".
- και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψη
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα ' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίση...
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα·
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποιά είμ' εγώ;»
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει - αλλιώς θα προσπεράσει.
............................
VITA NUOVA
Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροϊζει ανάλαφρα σε πρωϊνό του Απρίλη
μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να' χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε·
μακρυά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη.
...............................
ΖΩΗ
Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ' ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
«θα με ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σαν πεθάνω;»
Δε σ' απαντούσα. Την φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι έσφιγγα με παροξυσμό τ' αδύνατο κορμί σου,
σα να θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ' ήσουν όλη μου η ζωή, χαρά της και σκοπός της,
κι όσο κι αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω.
............................
ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝΑ ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΔΕΙΛΙ
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος·
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθή ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...".
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "Μ' αυτός έχει πεθάνει!".
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνίσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι·
θε να πουν: "Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...".
- και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψη
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα ' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίση...
Τούτο το ποίημα το μελοποίησαν τα "Διάφανα Κρίνα" το 2000 στον δίσκο τους "Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου