Λέξεις Σύννεφου Μπερδεμένες
Καθώς τα μαύρα, ψηλά βουνά τον ορίζοντα εσκιούνε
και τα ξερά τους χώματα για νερό βροχής διψούνε,
στέκει ορθός και τα θωρεί από αντίπερα μπαλκόνι
και συλλογιέται μόνος του, αν φέρει η νύχτα χιόνι.
Άμα τα ντύσουν οι θεοί με αγγέλων λευκό χιτώνα,
όπως πιστά το εκάνουνε εδώ και τόσα χρόνια.
-αφού του δειλινού τα σύννεφα γκρίζα έχουνε γίνει
κι είν' το κρύο αφόρητο κι ο άνεμος σαν αγρίμι.-
Τότε ένα σύννεφο από ψηλά του αποκρίθει.
Του 'πε: "Άλλαξαν οι καιροί κι ήρθε στο κόσμο λήθη.
Αλλόκοτοι γίναν οι άνθρωποι και ζούν αποξενωμένοι.
Η βιομηχανία -σαν μαία- ξεγενεί ελπίδα στειρωμένη.
Ότι οι θεοί στον άνθρωπο το δώσαν με αγάπη,
εκείνος το κατέστρεψε και πήγε ο κόπος στράφι.
Έτσι, πλέον δε του συγχωρνούν άλλες του αμαρτίες,
άφου δε ξέρει να εκτιμά, το δείξαν κι οι ιστορίες.
Μη περιμένεις οι ουρανού να φέρουν άλλα δώρα,
αφού του ανθρώπου η καρδιά δεν είναι καρποφόρα.
Είναι αχόρταγο θεριό, π' όταν θες να το μερώσεις,
ζητάει περισσότερα από όσα κι αν του δώσεις."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου