Στο τίποτα
Ξανά στο τίποτα, στου τέλους την καινούρια αρχή
κι ο ήλιος της νύχτας τα μάτια μου τυφλώνει...
Ήτανε όνειρο, στην έρημο ήταν μια βροχή,
ήτανε δώρο που το έπνιξε η σκόνη.
Μα, πάλι έφυγε, προτού να το χαρώ,
πριν να προλάβω την χαρά του να νιώσω·
μ' άφησε έρημο, σακάτη και βουβό,
ανίκανο απ' της νοσταλγίας την οδύνη να γλιτώσω.
Πες μου τα ψέμματα, που μου μάθανε παιδί:
πως το δίκιο, λέει, το κακό θα τιμωρήσει·
να έρθει η λήθη - απ' την κρυψώνα της να βγει -
στο προσκεφάλι μου, να με παρηγορήσει.
Αν σε ακούσει και δε θελήσει να φανεί,
τάξε της με μάλαμα, χρυσόδετα στολίδια...
Μένει η αγάπη μας στους δρόμους ορφανή
κ' η καρδιά μας τροφή για του μίσους τα φίδια.