(Άφησαν τα κορμάκια τους...)
Άφησαν τα κορμάκια τους κι ανάλαφρες κινούνε,
(καθώς απ' τα κλειστά ματάκια τους κυλά δάκρυ στερνό)
μέσα σε βαρκούλα ξύλινη, που χει κουπιά, να μπούνε
για το πιο όμορφο ταξίδι τους, στον Αχέροντα ποταμό.
Κοίτα την γυμνή ψυχούλα σου, δυνατά λαμπυρίζει
και με ανθών ευωδιές το βαρκάκι μας γιομά!
Το σκοτεινό δρομάκι μας, κοίταξ'την, πως φωτίζει
και της γαλήνης, του θανάτου, δες την ομορφιά!
Κι αν θελήσει, ο Χάροντας, το βαρκάκι να κουνήσει,
μη φοβηθείς· κοίτα τον, γλυκά σου χαμογελά.
Μην του πεις, αν κουραστείς, κάπου να σταματήσει,
γιατί κανέναν δεν άφησε να κατέβει στα μισά.
Σιμά είμαστε· φθάνουμε, στα καταπράσινα περιβόλια.
Εκεί θα νιώσεις λευτεριά, θα νιώσεις ξεγνοιασιά.
Εκεί θαρρώ, μας προσμένουνε του έρωτα τα δαιμόνια
με ανοιχτή και εγκάρδια την αγνή τους αγκαλιά.
Η ταλαίπωρη ψυχούλα σου, τότες, θα ησυχάσει,
σα με τη στοργή και τη χαρά του θανάτου φιλιωθεί.
Τις πίκρες και τα βάσανα, όλα θα τα ξεχάσει
και σαν χορτάσει ομορφιά, στη γη θα ξαναδιαβεί.
(καθώς απ' τα κλειστά ματάκια τους κυλά δάκρυ στερνό)
μέσα σε βαρκούλα ξύλινη, που χει κουπιά, να μπούνε
για το πιο όμορφο ταξίδι τους, στον Αχέροντα ποταμό.
Κοίτα την γυμνή ψυχούλα σου, δυνατά λαμπυρίζει
και με ανθών ευωδιές το βαρκάκι μας γιομά!
Το σκοτεινό δρομάκι μας, κοίταξ'την, πως φωτίζει
και της γαλήνης, του θανάτου, δες την ομορφιά!
Κι αν θελήσει, ο Χάροντας, το βαρκάκι να κουνήσει,
μη φοβηθείς· κοίτα τον, γλυκά σου χαμογελά.
Μην του πεις, αν κουραστείς, κάπου να σταματήσει,
γιατί κανέναν δεν άφησε να κατέβει στα μισά.
Σιμά είμαστε· φθάνουμε, στα καταπράσινα περιβόλια.
Εκεί θα νιώσεις λευτεριά, θα νιώσεις ξεγνοιασιά.
Εκεί θαρρώ, μας προσμένουνε του έρωτα τα δαιμόνια
με ανοιχτή και εγκάρδια την αγνή τους αγκαλιά.
Η ταλαίπωρη ψυχούλα σου, τότες, θα ησυχάσει,
σα με τη στοργή και τη χαρά του θανάτου φιλιωθεί.
Τις πίκρες και τα βάσανα, όλα θα τα ξεχάσει
και σαν χορτάσει ομορφιά, στη γη θα ξαναδιαβεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου