Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

Ελπίδα (ii)

Έγυρα επάνω σου να σε σφιχταγκαλιάσω,
μα εσύ μ' αρνήθηκες, μ' απώθησες μακριά.
Ύστερα, σκέφτηκα για να σε καλοπιάσω
ζυμώνοντας λέξεις να σε κάνω ζωγραφιά.

Είσαι ένα ψέμα συνήθως, μια αυταπάτη,
του μυαλού παιχνίδισμα, μια πεθυμιά γλυκιά,
που γίνεσαι χρυσόστρωτο της ευτυχίας μονοπάτι,
όταν τα παραμύθια σου βγαίνουν αληθινά.

Είσαι η ανάσα η πρώτισθη, συνάμα η τελευταία
που βγαίνει από χείλη εύθυμα, μα κι από λυπηρά·
ανάσα των πνιγμένων που ζήλεψαν λίγο αέρα,
το φως που κρατάει τ' άστρα τη νύχτα λαμπερά.

Είσαι απόηχος άνοιξης σε μέρα χιονισμένη,
νερό βροχής που δροσίζει την ξηραμένη γη,
μια κοιλάδα ονείρων πράσινη και ανθισμένη,
που τ' άνθη της αλλάζουν χρώμα κάθε αυγή.

Είσαι μια νεράιδα, και όποιος σε δεί
σε ποθεί και του γίνεσαι ανάγκη·
όταν η ματιά σου από πάνω του χαθεί,
χάνεται, ο έρημος, μέσα στο σκοτάδι.

Γι'αυτό, άσε με ν' ανασάνω, στην κοιλάδα σου σαν μπω,
τρυφερά να σε πάρω μια αγκάλη·
τους ανθούς σου να αλλάζουν χρώμα, άσε με να δω·
δίψασαν οι ξέρες μου, μόνο το νερό σου θα τις γιάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: