Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Η μπαλάντα του μικρού

Πληγωμένα πουλιά είδες τα όνειρα σου
να αποδημούν, να φεύγουνε για ξένους ουρανούς·
έρωτες να σιγοσβήνουνε μέσα στην αγκαλιά σου,
να αχνοσβήνουνε ανάσες μέσα από καπνούς.

Είδες σιλικόνες να φυτρώνουνε σε νότες,
καθώς ανακυκλώνονται να ξανθαίνουν τα μαλλιά τους·
γραφεία υπό κατάληψη από Δον Κιχώτες
που γεμάτοι περηφάνια ξύνουνε τα αχαμνά τους.

Είδες το αύριο να ξημερώνει νύχτα,
και τα φώτα του νου να μένουνε κλειστά·
από τέχνη να γίνονται επιστήμη τα παραμύθια·
ανθρώπους να επαιτούν για δανεικά ιδανικά.

Είδες τον πόνο να φωλιάζει σε ψυχές
περήφανες, που δεν έπαψαν να ψάχνουνε δίκιο·
- θέλησαν το αύριο καλύτερο του χτες·
μαύρα πρόβατα που εναντιώθηκαν στον λύκο. -

Είδες το ψέμα να τους γίνετε συνήθεια·
από συνήθεια τα μάτια τους να μένουνε στο χώμα·
σε τύμβους περίτεχνους κλεισμένη την αλήθεια,
ενώ οι τυμβωρύχοι παλεύουν με την ανεργία ακόμα.

Είδες τις μαριονέτες πίσω από γυαλί,
μπροστά από νούμενα να κουνάνε τ' αφτιά τους·
ντυμένη την πόλη την είδες λευκή
και γονείς να κλαίνε τ' αδικοχαμένα παιδιά τους.

Είδες το νόμο να ζητάει συντροφιά,
σαν πόρνη μόνη, μεθυσμένη μες στην νύχτα·
ξαπλωμένα σε χαρτόκουτα μάτια αδειανά,
να στερούνται την συμπόνια, την βοήθεια...

Είδες μέσα στον χειμώνα το καλοκαίρι·
την φύση από τα χαΐρια τους να τα έχει χάσει·
να πνίγεσαι και να μην υπάρχει ένα χέρι
με επιστοσύνη και με ντομπροσύνη να σε πιάσει.

Και λες, μικρέ, πως αγάπησες τον κόσμο,
και πως θες πριν να τον αφήσεις να τον αλλάξεις·
πως θα κεράσεις με βάλσαμα τον πόνο,
κι καινούρια πορεία στο μέλλον του θα χαράξεις.

Πως, μωρέ; Αφού, δεν φθάνει μια φωνή
μια σφαίρα ολάκερη για να την αλλάξει·
κοίτα γύρο σου... υπάρχουνε πολλοί
που δεν του έδωσαν τίποτα απ' όσα του 'χαν τάξει.