Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

Ελευθερία

Φόρεμα αέρινο, λευκό,
επάνω του γαλάζιες χάντρες ραμμένες.
-Άραγε, ποιος σε έστειλε εδώ;
εδώ, τους αρέσουνε οι μαύρες μέρες!

Ναϊάδες της χτένιζαν τα μαλλιά.
Δρυάδες κουβαλούσαν τα προικιά της.
Άνθιζαν έως και τα ξερά κλαδιά,
σαν έστρεφε σε κείνα την ματιά της.

Στα αστερια έδωσε το φως.
Στην νύχτα έδωσε το φεγγάρι.
Έλεγαν πως: θα ήταν τυχερός,
όποιος μια κουβέντα θα της πάρει.

Ημέρευε κύματα ψηλά,
να πιάσουν οι ιδέες τους λιμάνι.
Λόγια φωτισμένα και σοφά,
δεν τα άφησε να πάνε χαράμι.

Τους χάρισε νου και ζωή.
Τους χάρισε φωνή για να μιλάνε.
Σαν χάσανε όμως την αρετή,
ορκίστηκαν αιώνια να την κυνηγάνε·

να μην την γνωρίσουν οι πολλοί,
δίκια τους να κρατήσουν την χαρά της.
Έκλεισαν σε γυάλινο κλουβί
κάτι που θυμίζει την ομορφιά της.

Τώρα κυνηγημένη, ταπεινή,
αποσταμένη, θέλοντας να ξανασάνει,
γέρνει πάνω σε γέρικο δεντρί
κι των πουλιών το κελάηδισμα κοπάζει.

Τις φτέρνες της αγκάθια μυτερά
ματωμένες τις έχουν και σκισμένες.
Μα δεν έχασε την ομορφιά
μήτε σε τούτες τις μαύρες ημέρες.

-Κι αν είναι το μέτωπο ιδρωμένο·
κι αν είναι τα μάτια σου θολά·
τίποτα δεν έχουμε χαμένο·
με την γνώση θα βασιλέψεις ξανά.

4 σχόλια:

Little A είπε...

Που είσαι εσύ βρε?
Ακόμα εδώ (εκεί)?

r3b3t0skil0 είπε...

Εδώ... κάνω τον κόσμο ομορφότερο και σοφότερο! :P

Little A είπε...

Πάντα, πάντα!
Έχω καιρό να σε πετύχω οπότε ελπίζω να περνάς καλά :)

r3b3t0skil0 είπε...

Προσπαθώ μωρέ!
Ελπίζω το ίδιο και για σένα! :)