(Μη βιαστείς την Άνοιξη πάνω στο στήθος σου να φέρεις...)
Μη βιαστείς την Άνοιξη πάνω στο στήθος σου να φέρεις,
για ο ήλιος είναι καυτός και την σάρκα σου ίσως κάψει.
Στέκεις ορθή από κάτω του και ακίνητη τον προσμένεις.
Οι επωδές σου δε φθάνουνε στην φλόγα του για ν' ανάψει.
Θέριεψαν οι καιροί· κι οι βασιλιάδες τους κρυφτήκαν
πίσω από βράχους τεράστιους που οι μελωδίες δε φθάνουν
- το χώμα πέτρα έγινε - κι ένα με τους βράχους γινήκαν·
γι' αυτό οι άρες και τα γητέματα πάψανε πια να πιάνουν.
Από τις κερήθρες των μελισσών, τα μέλια σταματήσαν·
φαρμάκι σταλάζουνε πηχτό· χολή και ξίδι στάζουν.
Οι νύχτες οι φεγγαρόλουστες με αγάπη μας μεθύσαν
και τώρα, το γυάλινο μας όνειρο, νωχελικά το σπάζουν.
Εγώ μαζεύω τα θρύψαλα και για φυλαχτό σου τα ράβω
μέσα σε ύφασμα λινό· στον λαιμό σου να το κρεμάσεις.
Μα εσύ ξεθάβεις πεθυμιές που, με τόσο κόπο τις θάβω...
Τι κρίμα; Όσα ξέθαψες, θες τώρα να τα ξεχάσεις.
για ο ήλιος είναι καυτός και την σάρκα σου ίσως κάψει.
Στέκεις ορθή από κάτω του και ακίνητη τον προσμένεις.
Οι επωδές σου δε φθάνουνε στην φλόγα του για ν' ανάψει.
Θέριεψαν οι καιροί· κι οι βασιλιάδες τους κρυφτήκαν
πίσω από βράχους τεράστιους που οι μελωδίες δε φθάνουν
- το χώμα πέτρα έγινε - κι ένα με τους βράχους γινήκαν·
γι' αυτό οι άρες και τα γητέματα πάψανε πια να πιάνουν.
Από τις κερήθρες των μελισσών, τα μέλια σταματήσαν·
φαρμάκι σταλάζουνε πηχτό· χολή και ξίδι στάζουν.
Οι νύχτες οι φεγγαρόλουστες με αγάπη μας μεθύσαν
και τώρα, το γυάλινο μας όνειρο, νωχελικά το σπάζουν.
Εγώ μαζεύω τα θρύψαλα και για φυλαχτό σου τα ράβω
μέσα σε ύφασμα λινό· στον λαιμό σου να το κρεμάσεις.
Μα εσύ ξεθάβεις πεθυμιές που, με τόσο κόπο τις θάβω...
Τι κρίμα; Όσα ξέθαψες, θες τώρα να τα ξεχάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου