Παλιές Ρίμες (Νοέμβριος 2006 - Ιανουάριος 2007)
(Είναι κάποιες από τις ρίμες που είχα γράψει στο παλιό μου blog (που έσβησα). Βαριέμαι να τα ανεβάσω όλα ένα-ένα, γιαυτό ανέβασα ορισμένα εδώ. Τους έχω αλλάξει λιγάκι την σύνταξη, αν και δεν είμαι καλός στην σύνταξη μήτε στην ορθογραφία. Τις ξανακάνω post, γιατί είναι από τα πράγματα που γουστάρω να τα κουβαλάω μαζί μου. Δε τις θεωρώ σπουδαίες, ίσως να είναι οι πιο ηλίθιες λέξεις μου, μα έχουν σημασία για μ έ ν α !)
Ιανουάριος 2007
Κυριακή, Ιανουάριος 21, 2007
Απώλεια με αιτία το ψέμα
Όταν στερεύουν οι αντοχές,
πιάνουν χορό οι ενοχές
με την απώλεια.
Διώχνουν μακριά την ξεγνοιασιά
και κλειδώνουν την χαρά
μες σε υπόγεια.
Απελπισμένες οι στιγμές
ψάξουν να έβρουν ηδονές
σε μυθοπλάσματα.
Μες στον τύμβο οι αναμνήσεις,
που κατάφερες να κλείσεις,
γίναν φαντάσματα.
Και ξυπνούνε κάθε βράδυ,
τρέφονται με το σκοτάδι
και το αίμα σου
-καθώς ξύνουν τις πληγές σου-.
Κατάρες γινήκαν οι ευχές σου
με το ψέμα σου.
πιάνουν χορό οι ενοχές
με την απώλεια.
Διώχνουν μακριά την ξεγνοιασιά
και κλειδώνουν την χαρά
μες σε υπόγεια.
Απελπισμένες οι στιγμές
ψάξουν να έβρουν ηδονές
σε μυθοπλάσματα.
Μες στον τύμβο οι αναμνήσεις,
που κατάφερες να κλείσεις,
γίναν φαντάσματα.
Και ξυπνούνε κάθε βράδυ,
τρέφονται με το σκοτάδι
και το αίμα σου
-καθώς ξύνουν τις πληγές σου-.
Κατάρες γινήκαν οι ευχές σου
με το ψέμα σου.
Πέμπτη, Ιανουάριος 11, 2007
Ν
"Οι πλούσιες λέξεις, είπε, είναι για εκείνους,
που θέλουν να ξεγελάσουν την φτωχή τους ψυχή."
Είπε, πως θα χαθεί μες σε φωτεινούς κήπους
κι αν θελήσω να τον βρω, μη ψάξω, μη πάω εκεί.
Θα ζωγραφίζει με λέξεις νεκρά καλοκαίρια
επάνω σε ροδί, βαμβακερό, στα δυο σκισμένο καμβά.
Αποστόλων πράξεις δε θα κρατεί στα χέρια,
αφού του Θεού τα θαύματα του φαντάζουνε μικρά.
που θέλουν να ξεγελάσουν την φτωχή τους ψυχή."
Είπε, πως θα χαθεί μες σε φωτεινούς κήπους
κι αν θελήσω να τον βρω, μη ψάξω, μη πάω εκεί.
Θα ζωγραφίζει με λέξεις νεκρά καλοκαίρια
επάνω σε ροδί, βαμβακερό, στα δυο σκισμένο καμβά.
Αποστόλων πράξεις δε θα κρατεί στα χέρια,
αφού του Θεού τα θαύματα του φαντάζουνε μικρά.
Τετάρτη, Ιανουάριος 10, 2007
Απ' την Αγάπη στον Θάνατο
Τα χείλη της γλυκύτατοι δαιμόνοι
που, μέρες τώρα, με κρατούνε σαν νεκρό.
Τα μάτια της κρατούνε το τιμόνι
της ζωής μου και την οδηγούνε σε γκρεμό.
Οι στιγμές που την έχω ανάγκη
καίνε το σώμα σαν της Αβύσσου φωτιές.
Θύμησης σκιές ξυπνούνε πάθη
κι ηχούν τα βράδια σαν γητειών κραυγές.
Η απουσία, σαν πεινασμένος λύκος,
λαίμαργα τρώει την σάρκα ως κι τα σωθικά.
Κι ο Θάνατος στον ήσυχο του οίκο
με προσκαλεί, να μείνω εκεί για παντοτινά.
Όλοι εκείνοι που πεθαίνουν απ' αγάπη
δε ζητούνε λύπηση, μήτε και παρηγοριά.
Ζητούν τον Θάνατο με κάθε τους δάκρυ,
όχι για λύτρωση, αλλά για ξεγνοιασιά.
που, μέρες τώρα, με κρατούνε σαν νεκρό.
Τα μάτια της κρατούνε το τιμόνι
της ζωής μου και την οδηγούνε σε γκρεμό.
Οι στιγμές που την έχω ανάγκη
καίνε το σώμα σαν της Αβύσσου φωτιές.
Θύμησης σκιές ξυπνούνε πάθη
κι ηχούν τα βράδια σαν γητειών κραυγές.
Η απουσία, σαν πεινασμένος λύκος,
λαίμαργα τρώει την σάρκα ως κι τα σωθικά.
Κι ο Θάνατος στον ήσυχο του οίκο
με προσκαλεί, να μείνω εκεί για παντοτινά.
Όλοι εκείνοι που πεθαίνουν απ' αγάπη
δε ζητούνε λύπηση, μήτε και παρηγοριά.
Ζητούν τον Θάνατο με κάθε τους δάκρυ,
όχι για λύτρωση, αλλά για ξεγνοιασιά.
Τρίτη, Ιανουάριος 09, 2007
Ο τοξότης και το περιστέρι
Με το γαλάζιο τόξο του σημάδευε πουλιά
και με τα βέλη του στα φτερά τα χτυπούσε.
Τα ζήλευε, γιατί εκείνα πετούσανε ψηλά,
μα κείνος στα χαμηλά για πάντα θα ζούσε.
Μέχρι που ένα περιστέρι με χτυπημένα φτερά
και κόκκινα απ' το αίμα - πέφτοντας χάμω -
του μίλησε με ανθρώπινη και καθαρή λαλιά,
για τις ψυχές που ζούσαν απ' εκείνο πιο πάνω.
Του 'πε πως κάποια μέρα, ίσως να γένει πουλί
και εκείνος, σαν θα φύγει και ματαγυρίσει.
Τα δικά του φτερά, τότε, να πληγωθούν μπορεί,
δίχως προκάμει να βιώσει όσα 'θελε, να σβήσει.
και με τα βέλη του στα φτερά τα χτυπούσε.
Τα ζήλευε, γιατί εκείνα πετούσανε ψηλά,
μα κείνος στα χαμηλά για πάντα θα ζούσε.
Μέχρι που ένα περιστέρι με χτυπημένα φτερά
και κόκκινα απ' το αίμα - πέφτοντας χάμω -
του μίλησε με ανθρώπινη και καθαρή λαλιά,
για τις ψυχές που ζούσαν απ' εκείνο πιο πάνω.
Του 'πε πως κάποια μέρα, ίσως να γένει πουλί
και εκείνος, σαν θα φύγει και ματαγυρίσει.
Τα δικά του φτερά, τότε, να πληγωθούν μπορεί,
δίχως προκάμει να βιώσει όσα 'θελε, να σβήσει.
Δευτέρα, Ιανουάριος 08, 2007
Του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες
Περπατώ στης αγάπης μας το περιβόλι.
Τ' άνθη και τα σπαρτά τα 'χουνε κάψει του ψεύδους διάβολοι.
Ένα σκιάχτρο που άκαυτο έχει μείνει,
το πλησιάζω και, σαν την Πυθία, έναν χρησμό μου δίνει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Ακροβατώ, πάνω σε κλωστή που ενώνει
τον θάνατο με την ζωή και συ είσαι αυτή που την τεντώνει.
Και ένα παιδί σα με κοιτάει, κλαίει
με φωνή δυνατή, καθώς κομπιάζει, τ' ακούω να μου λέει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Σου ζητώ, πάλι μονάχο μη με αφήσεις.
Μα συ σωπαίνεις, την πλάτη γυρνάς, δε θες να μου μιλήσεις.
Της νύχτας το αγέρι άρχισε να σφυρίζει
και κάτω από το φεγγάρι, σιγανά, στα κρυφά μου ψελλίζει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Τ' άνθη και τα σπαρτά τα 'χουνε κάψει του ψεύδους διάβολοι.
Ένα σκιάχτρο που άκαυτο έχει μείνει,
το πλησιάζω και, σαν την Πυθία, έναν χρησμό μου δίνει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Ακροβατώ, πάνω σε κλωστή που ενώνει
τον θάνατο με την ζωή και συ είσαι αυτή που την τεντώνει.
Και ένα παιδί σα με κοιτάει, κλαίει
με φωνή δυνατή, καθώς κομπιάζει, τ' ακούω να μου λέει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Σου ζητώ, πάλι μονάχο μη με αφήσεις.
Μα συ σωπαίνεις, την πλάτη γυρνάς, δε θες να μου μιλήσεις.
Της νύχτας το αγέρι άρχισε να σφυρίζει
και κάτω από το φεγγάρι, σιγανά, στα κρυφά μου ψελλίζει...
"Ήρθαν οι μέρες
που του έρωτα λόγια ηχούν σαν φοβέρες.
Ήρθαν οι μέρες
που της αγάπης λόγια σκοτώνουν σαν σφαίρες."
Έλσα
Σαν πληγωμένη νεράιδα μονάχη τριγυρνάς
με κομμένα φτερά, ζαλισμένη από τον πόνο
μέσα στη ζούγκλα πόλη, νιώθεις να γερνάς
χρόνια φορτώνεσαι μες σε μια νύχτα μόνο.
Κάποτε νόμιζες πως θα κλείσουν οι πληγές.
Ξένα χέρια, νόμιζες, πως θα τις γιατρέψουν.
Μα τώρα έχεις πάψει να κάνεις προσευχές,
δεν περιμένεις οι πόνοι σου να ημερέψουν.
Αφού το ξέρεις, Έλσα,
δεν έχει ο κόσμος μπέσα,
φιάξε δικά σου φτερά.
Στου πόνου σου τ' αγκάθι
στάξε ένα αγάπης δάκρυ
και πέτα μαζί μου ψηλά.
Σε χόρτασε χαστούκια, μου λες, η μοίρα
και το ψέμα σου έμαθε ποτέ μη συγχωρείς.
Σε τούτο τον κόσμο, που η ελπίδα είν' στείρα,
κάποιος σε αγαπάει, προσπάθησε να το δεις.
Όλοι κάνουμε λάθη κι όλοι έχουμε πάθη
κι υπάρχουν κάποιοι που μαθαίνουν απ' αυτά.
Ρώτα του ήλιου το φως, κείνο θα σου μάθει,
πως υπάρχουν αγγέλοι που ζουν στα σκοτεινά.
Αφού το ξέρεις, Έλσα,
δεν έχει ο κόσμος μπέσα,
φιάξε δικά σου φτερά.
Στου πόνου σου τ' αγκάθι
στάξε ένα αγάπης δάκρυ
και πέτα μαζί μου ξανά.
με κομμένα φτερά, ζαλισμένη από τον πόνο
μέσα στη ζούγκλα πόλη, νιώθεις να γερνάς
χρόνια φορτώνεσαι μες σε μια νύχτα μόνο.
Κάποτε νόμιζες πως θα κλείσουν οι πληγές.
Ξένα χέρια, νόμιζες, πως θα τις γιατρέψουν.
Μα τώρα έχεις πάψει να κάνεις προσευχές,
δεν περιμένεις οι πόνοι σου να ημερέψουν.
Αφού το ξέρεις, Έλσα,
δεν έχει ο κόσμος μπέσα,
φιάξε δικά σου φτερά.
Στου πόνου σου τ' αγκάθι
στάξε ένα αγάπης δάκρυ
και πέτα μαζί μου ψηλά.
Σε χόρτασε χαστούκια, μου λες, η μοίρα
και το ψέμα σου έμαθε ποτέ μη συγχωρείς.
Σε τούτο τον κόσμο, που η ελπίδα είν' στείρα,
κάποιος σε αγαπάει, προσπάθησε να το δεις.
Όλοι κάνουμε λάθη κι όλοι έχουμε πάθη
κι υπάρχουν κάποιοι που μαθαίνουν απ' αυτά.
Ρώτα του ήλιου το φως, κείνο θα σου μάθει,
πως υπάρχουν αγγέλοι που ζουν στα σκοτεινά.
Αφού το ξέρεις, Έλσα,
δεν έχει ο κόσμος μπέσα,
φιάξε δικά σου φτερά.
Στου πόνου σου τ' αγκάθι
στάξε ένα αγάπης δάκρυ
και πέτα μαζί μου ξανά.
Σάββατο, Ιανουάριος 06, 2007
Δευτεριάτικο Βράδυ 1 Γενάρη
Θυμάμαι, σε είχα δει ένα Δευτεριάτικο βράδυ
στο Θησείο, σε ένα παγκάκι καθισμένο,
από την μίζερη ζωή σου απογοητευμένο,
ένα είχες γίνει με της νύχτας το σκοτάδι.
Σε μέριασα διστακτικά, άρχισες να μου μιλάς.
Όλα μου είπες σου θυμίζουνε εκείνη...
ελπίδες και όνειρα, που στάχτη είχαν γίνει
λίγο πιο πριν από το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Θυμάσαι, μου είπες, σαν να ήτανε τώρα,
που μαζί καθόσασταν σε τούτη την γωνιά,
μα πλέον είναι, το ξέρεις, πολύ αργά
να σταματήσεις, κείνη που ξεκίνησες, την μπόρα.
Το ψέμα που έβγαλαν τα άμαθα σου χείλη,
μέσα τους να ξανάμπει και να μη ξαναβγεί.
Να αρχίσουνε όλα ξανά από την αρχή
και να μην ξανάρθει άλλο θλιμμένο δείλι.
Τα άστρα, είπες, γινήκανε πυρήνες σφαίρες
που πέφτοντας, στην καρδιά σου σε καρφώνουν
την σιγοκαίνε, καθώς αργά σε σκοτώνουν.
Ξανάρθαν πάλι κείνες οι πέτρινες μέρες.
Κείνες οι μέρες που φέρνουν μικρούς θανάτους
και σκέφτεσαι πάνω στις φλέβες να χαράξεις
με ένα σουγιά, δυο λέξεις, λες, θα γράψεις
και θα χαθείς μες στους χρόνους τους αθανάτους.
Τα έρημα βράδια για να συναντήσεις τον Μορφέα,
με χημείες ανοίγεις ψεύτικους δρόμους,
γιατί δε μπόρεσες να ξεφύγεις από τους φόβους,
κείνους που στιγμάτισαν την ζήση σου μοιραία.
Και γω σου είπα πως, θα 'ρθούν νέες μέρες
που θα μεθάς με το πράσινο της γης,
σα θα σε ξυπνάει το φως της αυγής.
Της ζωής σου οι μέρες οι πιο σπουδαίες.
Τότε μου είπες πως, δεν γίνομαι πιστευτός,
πως θες να πάψω, μου είπες, να μιλάω
και αν δε με πιστεύουνε κείνοι που αγαπάω,
δεν πρέπει τα μάτια μου να τα ξανάδει ήλιου φως.
Όπως δεν θα ξαναδεί ποτέ τα δικά σου.
Που κλαμένα άφηνες μονάχα τον Θεό
να τα δει. Έλεγες, πως έτσι είναι το σωστό
και πως έτσι τα δάκρυα ξεπλέναν την καρδιά σου.
Ύστερα σηκώθηκες, δίχως να πεις που πας,
σε είδα να χάνεσαι στο μέσα στο σκοτάδι.
Από τότε δεν σε είδα ξανά άλλο βράδυ.
Καλή σου τύχη για όπου κι αν τραβάς.
στο Θησείο, σε ένα παγκάκι καθισμένο,
από την μίζερη ζωή σου απογοητευμένο,
ένα είχες γίνει με της νύχτας το σκοτάδι.
Σε μέριασα διστακτικά, άρχισες να μου μιλάς.
Όλα μου είπες σου θυμίζουνε εκείνη...
ελπίδες και όνειρα, που στάχτη είχαν γίνει
λίγο πιο πριν από το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Θυμάσαι, μου είπες, σαν να ήτανε τώρα,
που μαζί καθόσασταν σε τούτη την γωνιά,
μα πλέον είναι, το ξέρεις, πολύ αργά
να σταματήσεις, κείνη που ξεκίνησες, την μπόρα.
Το ψέμα που έβγαλαν τα άμαθα σου χείλη,
μέσα τους να ξανάμπει και να μη ξαναβγεί.
Να αρχίσουνε όλα ξανά από την αρχή
και να μην ξανάρθει άλλο θλιμμένο δείλι.
Τα άστρα, είπες, γινήκανε πυρήνες σφαίρες
που πέφτοντας, στην καρδιά σου σε καρφώνουν
την σιγοκαίνε, καθώς αργά σε σκοτώνουν.
Ξανάρθαν πάλι κείνες οι πέτρινες μέρες.
Κείνες οι μέρες που φέρνουν μικρούς θανάτους
και σκέφτεσαι πάνω στις φλέβες να χαράξεις
με ένα σουγιά, δυο λέξεις, λες, θα γράψεις
και θα χαθείς μες στους χρόνους τους αθανάτους.
Τα έρημα βράδια για να συναντήσεις τον Μορφέα,
με χημείες ανοίγεις ψεύτικους δρόμους,
γιατί δε μπόρεσες να ξεφύγεις από τους φόβους,
κείνους που στιγμάτισαν την ζήση σου μοιραία.
Και γω σου είπα πως, θα 'ρθούν νέες μέρες
που θα μεθάς με το πράσινο της γης,
σα θα σε ξυπνάει το φως της αυγής.
Της ζωής σου οι μέρες οι πιο σπουδαίες.
Τότε μου είπες πως, δεν γίνομαι πιστευτός,
πως θες να πάψω, μου είπες, να μιλάω
και αν δε με πιστεύουνε κείνοι που αγαπάω,
δεν πρέπει τα μάτια μου να τα ξανάδει ήλιου φως.
Όπως δεν θα ξαναδεί ποτέ τα δικά σου.
Που κλαμένα άφηνες μονάχα τον Θεό
να τα δει. Έλεγες, πως έτσι είναι το σωστό
και πως έτσι τα δάκρυα ξεπλέναν την καρδιά σου.
Ύστερα σηκώθηκες, δίχως να πεις που πας,
σε είδα να χάνεσαι στο μέσα στο σκοτάδι.
Από τότε δεν σε είδα ξανά άλλο βράδυ.
Καλή σου τύχη για όπου κι αν τραβάς.
Παρασκευή, Ιανουάριος 05, 2007
Θάνατος
Τα κόκκαλα μου θα δώσω στο χώμα,
το σάπιο μου σώμα τροφή στα τρωκτικά,
αφού δεν μ' έμαθαν να ζω με δανεικά
λόγια αγάπης και χάδια, ακόμα.
Μέσα στο χώμα θα λιώσουν τα χείλη,
που αγέλαστα και αφίλητα τ' άφησες καιρό.
Νέα αγάπη, πλέον, δεν καρτερώ
και νιώθω το χάδι του Χάρου κάθε δείλι.
Και αν η ψυχή μου νεφέλωμα θα γίνει,
-σαν θα αφήσει το σώμα μου νεκρό-
το δικό σου θα τυλίξει σαν πανί λευκό,
σ' όλη σου τη ζήση αγάπη να σου δίνει.
το σάπιο μου σώμα τροφή στα τρωκτικά,
αφού δεν μ' έμαθαν να ζω με δανεικά
λόγια αγάπης και χάδια, ακόμα.
Μέσα στο χώμα θα λιώσουν τα χείλη,
που αγέλαστα και αφίλητα τ' άφησες καιρό.
Νέα αγάπη, πλέον, δεν καρτερώ
και νιώθω το χάδι του Χάρου κάθε δείλι.
Και αν η ψυχή μου νεφέλωμα θα γίνει,
-σαν θα αφήσει το σώμα μου νεκρό-
το δικό σου θα τυλίξει σαν πανί λευκό,
σ' όλη σου τη ζήση αγάπη να σου δίνει.
Δεκέμβριος 2006
Σάββατο, Δεκέμβριος 16, 2006
Σιωπές
Παρασκευή, Δεκέμβριος 15, 2006
Γέρικο δένδρο / Της γνώσης δένδρο
Τρίτη, Δεκέμβριος 12, 2006
Σαν θα κοιμάσαι
Παρασκευή, Δεκέμβριος 08, 2006
Για τον Χρόνο...
Πέμπτη, Δεκέμβριος 07, 2006
Για την Πόλη μου...
Τρίτη, Δεκέμβριος 05, 2006
Κύμα κι Αγέρας
Δευτέρα, Δεκέμβριος 04, 2006
Περί Ονείρων
Σάββατο, Δεκέμβριος 02, 2006
Στους τόπους των κραυγών
Παρασκευή, Δεκέμβριος 01, 2006
Η κόρη με τον σταυρό στη πλάτη
Πέμπτη, Νοέμβριος 30, 2006
Εκείνος κι η νύχτα
Έλα και συ ξωπίσω μας
Δευτέρα, Νοέμβριος 27, 2006
Άσπρος Κύκνος
Παρασκευή, Νοέμβριος 24, 2006
Θέλω για εσένα..
Πέμπτη, Νοέμβριος 23, 2006
Στο ποτάμι
Σάββατο, Νοέμβριος 18, 2006
Χαρταετός
Παρασκευή, Νοέμβριος 17, 2006
Ο Άγγελος και ο Δαίμονας (παραμύθι;)
Νύχτες και Μέρες
Σάββατο, Δεκέμβριος 16, 2006
Σιωπές
Είναι οι σιωπές ενός πένθιμου χειμώνα μελωδίες.
Απόηχοι είναι από ένα καλοκαίρι γεμάτο όμορφες αναμνήσεις,
μα όσο και αν το θες, δεν μπορείς πλέον πίσω κει να γυρίσεις.
Κάνουν θεσπέσιες θύμισες να μοιάζουν τραγωδίες.
Είναι οι σιωπές σοφές, μεγάλες αδερφές
εκείνων, που σαν ήτανε παιδιά δεν παίζανε με μπάλες,
δεν ακολουθούσαν φωνές π' ακούγονταν απ' αλάνες,
μα παίζαν με στίχους σε χωμάτινες αυλές.
Είναι οι σιωπές μαύροι, σακατεμένοι σκύλοι,
που με τη γλώσσα τους γλείφουν το ματωμένο τους σώμα,
μα οι πληγές τους δεν πρόκειται να κλείσουνε, ακόμα
κι αν τις φιλήσουν κόκκινα από πόθο χείλη.
Είναι οι σιωπές προπομποί, που σημάνουν τέλοι.
Σχέδια παράξενα στα τείχη της ψυχής μας ζωγραφίζουν,
με ώχρα κόκκινη, κι μεσ΄ από κείνα πικρόνερα αναβλύζουν,
που τα γλυκαίνει μόνο μια στάλα απ' αγάπης μέλι.
Είναι η ζωή ένα πέρασμα γεμάτη από σιωπές
κι η τελευταία σαν μεγάλης Παρασκευής ηχεί καμπάνα.
Ύστερα αρχίζει η γιορτή, με τον αυλό του Πάνα
να ηχεί στου Άδη τις πέτρινες, υγρές στοές.
Απόηχοι είναι από ένα καλοκαίρι γεμάτο όμορφες αναμνήσεις,
μα όσο και αν το θες, δεν μπορείς πλέον πίσω κει να γυρίσεις.
Κάνουν θεσπέσιες θύμισες να μοιάζουν τραγωδίες.
Είναι οι σιωπές σοφές, μεγάλες αδερφές
εκείνων, που σαν ήτανε παιδιά δεν παίζανε με μπάλες,
δεν ακολουθούσαν φωνές π' ακούγονταν απ' αλάνες,
μα παίζαν με στίχους σε χωμάτινες αυλές.
Είναι οι σιωπές μαύροι, σακατεμένοι σκύλοι,
που με τη γλώσσα τους γλείφουν το ματωμένο τους σώμα,
μα οι πληγές τους δεν πρόκειται να κλείσουνε, ακόμα
κι αν τις φιλήσουν κόκκινα από πόθο χείλη.
Είναι οι σιωπές προπομποί, που σημάνουν τέλοι.
Σχέδια παράξενα στα τείχη της ψυχής μας ζωγραφίζουν,
με ώχρα κόκκινη, κι μεσ΄ από κείνα πικρόνερα αναβλύζουν,
που τα γλυκαίνει μόνο μια στάλα απ' αγάπης μέλι.
Είναι η ζωή ένα πέρασμα γεμάτη από σιωπές
κι η τελευταία σαν μεγάλης Παρασκευής ηχεί καμπάνα.
Ύστερα αρχίζει η γιορτή, με τον αυλό του Πάνα
να ηχεί στου Άδη τις πέτρινες, υγρές στοές.
Παρασκευή, Δεκέμβριος 15, 2006
Γέρικο δένδρο / Της γνώσης δένδρο
Γέρικο δένδρο, με τα κλαδιά σου ξεραμένα,
άδεια από φύλλα, αφού τα έδωσαν στο χώμα του χειμώνα.
Γέρικο δέντρο, κανείς δε νοιάζεται για σένα,
μα η λέξη "γνώση" στο κορμό σου ειν' χαραγμένη ακόμα.
Γέρικο δέντρο, για πες μου τώρα την αλήθεια...
Ξαπόστασε κανείς στην σκιά σου, πλησιάζοντας σε με μόχθο;
Γέρικο δέντρο, πες, σου ζήτησε κανείς βοήθεια,
από κείνους που παραταγμένοι μάχονται για τούτο τον τόπο;
Μα τι σημασία έχει; Aφού το ξέρεις πως μια μέρα
θα σε κόψουν. Χαρτί θα γίνεις, με πάνω γραμμένα ανοησιουργήματα
δικά τους. Βιβλία, δερματόδετα, πλούσια σε ψέμα,
να στολίζεις τις βιβλιοθήκες από τα δήθεν εκπαιδευτικά τους ιδρύματα.
άδεια από φύλλα, αφού τα έδωσαν στο χώμα του χειμώνα.
Γέρικο δέντρο, κανείς δε νοιάζεται για σένα,
μα η λέξη "γνώση" στο κορμό σου ειν' χαραγμένη ακόμα.
Γέρικο δέντρο, για πες μου τώρα την αλήθεια...
Ξαπόστασε κανείς στην σκιά σου, πλησιάζοντας σε με μόχθο;
Γέρικο δέντρο, πες, σου ζήτησε κανείς βοήθεια,
από κείνους που παραταγμένοι μάχονται για τούτο τον τόπο;
Μα τι σημασία έχει; Aφού το ξέρεις πως μια μέρα
θα σε κόψουν. Χαρτί θα γίνεις, με πάνω γραμμένα ανοησιουργήματα
δικά τους. Βιβλία, δερματόδετα, πλούσια σε ψέμα,
να στολίζεις τις βιβλιοθήκες από τα δήθεν εκπαιδευτικά τους ιδρύματα.
Τρίτη, Δεκέμβριος 12, 2006
Σαν θα κοιμάσαι
Τα βράδια σαν θα κοιμάσαι, άφηνε το τζάμι σου ανοιχτό,
μαζί με του φεγγαριού το φως στην καμάρι σου να μπω,
σαν πέπλο κόκκινο να σου τυλίξω το γυμνό σου κορμί
και ύστερα μαζί μου να σε πάρω σε ονείρων διαδρομή.
Να σου δείξω τα μέρη, που όσοι τα ζυγώνουν πετούνε,
μαθαίνουν να αγαπούν και πάθη τους να λησμονούνε.
Να πιάσουμε μαζί τα άπιαστα κι να σε πάω σε ταξίδια
στον μακρινό πλανήτη των χαρών, να μεταλάβεις ελπίδα.
Να δεις ανθρώπους εξόριστους, που εκεί έχουν ξεμείνει
στην γιορτή της αρετής κι αυτή με χαμόγελα τους ντύνει.
Τους δίνει να κρατούνε σφιχτά μέσα στα δυο τους χέρια
δικούς τους ουρανούς, που έχουνε χρυσαφένια τα αστέρια.
Και τους ζηλεύουν οι άγγέλοι, τους θαυμάζει ο Θεός,
γιαυτό πρώτα στέλνει εκεί του λαμπρού ήλιου το φως.
Να φωτίζει τους ουρανούς τους, να φανάζουν πιο γαλανοί
και ένα ροδοκέντητο χαλί τους στρώνει πάνω κάθε αυγή.
Μετά από εκεί, αν θέλεις, θα σε πάω και πιο πέρα
σε τόπους πράσινους, που τους ντύνει μόνο η μέρα.
Έχει χώρο εκεί, αν κουραστείς, να ξαποστάσουμε μπορούμε
και στιγμές που πρόσμενες, αλλά δεν ήρθαν, να γευτούμε.
μαζί με του φεγγαριού το φως στην καμάρι σου να μπω,
σαν πέπλο κόκκινο να σου τυλίξω το γυμνό σου κορμί
και ύστερα μαζί μου να σε πάρω σε ονείρων διαδρομή.
Να σου δείξω τα μέρη, που όσοι τα ζυγώνουν πετούνε,
μαθαίνουν να αγαπούν και πάθη τους να λησμονούνε.
Να πιάσουμε μαζί τα άπιαστα κι να σε πάω σε ταξίδια
στον μακρινό πλανήτη των χαρών, να μεταλάβεις ελπίδα.
Να δεις ανθρώπους εξόριστους, που εκεί έχουν ξεμείνει
στην γιορτή της αρετής κι αυτή με χαμόγελα τους ντύνει.
Τους δίνει να κρατούνε σφιχτά μέσα στα δυο τους χέρια
δικούς τους ουρανούς, που έχουνε χρυσαφένια τα αστέρια.
Και τους ζηλεύουν οι άγγέλοι, τους θαυμάζει ο Θεός,
γιαυτό πρώτα στέλνει εκεί του λαμπρού ήλιου το φως.
Να φωτίζει τους ουρανούς τους, να φανάζουν πιο γαλανοί
και ένα ροδοκέντητο χαλί τους στρώνει πάνω κάθε αυγή.
Μετά από εκεί, αν θέλεις, θα σε πάω και πιο πέρα
σε τόπους πράσινους, που τους ντύνει μόνο η μέρα.
Έχει χώρο εκεί, αν κουραστείς, να ξαποστάσουμε μπορούμε
και στιγμές που πρόσμενες, αλλά δεν ήρθαν, να γευτούμε.
Παρασκευή, Δεκέμβριος 08, 2006
Για τον Χρόνο...
Κύριε Χρόνε, οχτώ Δεκέμβρη ξανά
κι άλλον έναν χρόνο μου δίνεις αγκαλιά.
Μα όσους κι αν μου δώσεις, έχω πάψει να μετρώ,
την έχω αράξει σε μια γωνιά και μ' εσένα γελώ.
Σαν σε βλέπω, τους άλλους να τσακίζεις,
άσπρες τρίχες και ζάρες στα μούτρα να χαρίζεις.
Και γελάω, αν και μου χάρισες και μένα,
μου έχουν πει όμως κάτι γητειές για εσένα...
Πως γερνάνε, μόνον όσοι ξεχνάνε,
απ΄ της ζωής την ρόδα σαν έχουνε πατηθεί.
Γερνάνε, όσοι απ' τον ύπνο δε ξυπνάνε
και περιμένουν τ΄όνειρο μονάχο του να 'ρθεί.
Κύριε Χρόνε, ηττημένος μη νιώσεις,
έχεις τόσος άλλους που μπορείς να πληγώσεις.
Μα εμένα να με κυνηγάς σταμάτα,
αφού δεν φοβάμαι να σε κοιτώ στα μάτια.
Με γιατρεύεις, και μαθήματα μου έχεις,
γιαυτό δεν με τρομάζεις όσο και να τρέχεις.
Πάψε να παίζεις, άρχισε να σβήνεις λάθη,
αφού κι δυο το ξέρουμε πως εσύ μου έχεις μάθει...
Ότι γερνάνε, μόνον όσοι ξεχνάνε,
απ΄ της ζωής την ρόδα σαν έχουνε πατηθεί.
Γερνάνε, όσοι απ' τον ύπνο δε ξυπνάνε
και περιμένουν τ΄όνειρο μονάχο του να 'ρθεί.
κι άλλον έναν χρόνο μου δίνεις αγκαλιά.
Μα όσους κι αν μου δώσεις, έχω πάψει να μετρώ,
την έχω αράξει σε μια γωνιά και μ' εσένα γελώ.
Σαν σε βλέπω, τους άλλους να τσακίζεις,
άσπρες τρίχες και ζάρες στα μούτρα να χαρίζεις.
Και γελάω, αν και μου χάρισες και μένα,
μου έχουν πει όμως κάτι γητειές για εσένα...
Πως γερνάνε, μόνον όσοι ξεχνάνε,
απ΄ της ζωής την ρόδα σαν έχουνε πατηθεί.
Γερνάνε, όσοι απ' τον ύπνο δε ξυπνάνε
και περιμένουν τ΄όνειρο μονάχο του να 'ρθεί.
Κύριε Χρόνε, ηττημένος μη νιώσεις,
έχεις τόσος άλλους που μπορείς να πληγώσεις.
Μα εμένα να με κυνηγάς σταμάτα,
αφού δεν φοβάμαι να σε κοιτώ στα μάτια.
Με γιατρεύεις, και μαθήματα μου έχεις,
γιαυτό δεν με τρομάζεις όσο και να τρέχεις.
Πάψε να παίζεις, άρχισε να σβήνεις λάθη,
αφού κι δυο το ξέρουμε πως εσύ μου έχεις μάθει...
Ότι γερνάνε, μόνον όσοι ξεχνάνε,
απ΄ της ζωής την ρόδα σαν έχουνε πατηθεί.
Γερνάνε, όσοι απ' τον ύπνο δε ξυπνάνε
και περιμένουν τ΄όνειρο μονάχο του να 'ρθεί.
Πέμπτη, Δεκέμβριος 07, 2006
Για την Πόλη μου...
Με μεγάλωσες σαν μάνα στα στενά σου,
με ξεδίψασες με τα γάργαρά σου τα νερά.
Mα δεν έγινα σαν τ' άλλα τα παιδιά σου,
το πλήθος σου που με την γλώσσα του χτυπά.
Τα πλακόστρωτα σου περπατώντας τα δρομάκια,
στα αφτιά μου φτάνουνε ,θαρρείς σα βουητά,
-των παιδιών σου- τα φαρμακωμένα τα λογάκια
αυτών που διψούνε για των ξένων σχολιανά.
Χρώματα γαλάζιο και πράσινο σε ντύνουν
στην αγκαλιά του Ιονίου, του Αμβρακικού.
Των περαστικών οι παιάνες σ' απαλύνουν
από την κατάρα του Κοσμά του Αιτωλού.
Στα καλοκαίρια σου ο ήλιος τους χαρίζει
ξωτική, και συνάμα, γραφική ομορφιά,
σαν με φως θάλασσα, σοκάκια πλημμυρίζει
κι ο αέρας σ' αφήνει μαγική ευωδιά.
Στους χειμώνες σου σαν πέφτει το σκοτάδι
νεκρή φαντάζεις, γίνεσαι τόσο ψυχρή
που οι διαβάτες σου θαρρούν πως είν' στον Άδη
και βιάζονται να σε ζυγώσει η αυγή.
Όσοι μεθούν τα βράδια στη σκιά σου,
θέλουν γοργά να ξεφύγουν απ' εσέ.
Μα τους κρατεί η πλανεύτρα ομορφιά σου
και σιωπηλά Σου προσεύχονται Θεέ.
"Κύριε, δώσε ημάς υπομονή για να την αντέξουμε
και χαρές εις τα τέκνα της που την λησμόνησαν.
Κύριε, κερνά ημάς μ' αντοχή για ν' αναπνεύσουμε
και με λυτρωμό τους ποιητές που αυτοκτόνησαν."
με ξεδίψασες με τα γάργαρά σου τα νερά.
Mα δεν έγινα σαν τ' άλλα τα παιδιά σου,
το πλήθος σου που με την γλώσσα του χτυπά.
Τα πλακόστρωτα σου περπατώντας τα δρομάκια,
στα αφτιά μου φτάνουνε ,θαρρείς σα βουητά,
-των παιδιών σου- τα φαρμακωμένα τα λογάκια
αυτών που διψούνε για των ξένων σχολιανά.
Χρώματα γαλάζιο και πράσινο σε ντύνουν
στην αγκαλιά του Ιονίου, του Αμβρακικού.
Των περαστικών οι παιάνες σ' απαλύνουν
από την κατάρα του Κοσμά του Αιτωλού.
Στα καλοκαίρια σου ο ήλιος τους χαρίζει
ξωτική, και συνάμα, γραφική ομορφιά,
σαν με φως θάλασσα, σοκάκια πλημμυρίζει
κι ο αέρας σ' αφήνει μαγική ευωδιά.
Στους χειμώνες σου σαν πέφτει το σκοτάδι
νεκρή φαντάζεις, γίνεσαι τόσο ψυχρή
που οι διαβάτες σου θαρρούν πως είν' στον Άδη
και βιάζονται να σε ζυγώσει η αυγή.
Όσοι μεθούν τα βράδια στη σκιά σου,
θέλουν γοργά να ξεφύγουν απ' εσέ.
Μα τους κρατεί η πλανεύτρα ομορφιά σου
και σιωπηλά Σου προσεύχονται Θεέ.
"Κύριε, δώσε ημάς υπομονή για να την αντέξουμε
και χαρές εις τα τέκνα της που την λησμόνησαν.
Κύριε, κερνά ημάς μ' αντοχή για ν' αναπνεύσουμε
και με λυτρωμό τους ποιητές που αυτοκτόνησαν."
Τρίτη, Δεκέμβριος 05, 2006
Κύμα κι Αγέρας
Είσαι κύμα που σα μ' αγγίζεις, μου δροσίζεις
της καρδιάς μου τις άγονες ξέρες.
Τι κι αν πρόσμενα για να 'ρθείς μέρες;
Θα σε περίμενα άλλες τόσες, για τ' αξίζεις.
Ήτανε που 'ρθαν τα στεγνά τα καλοκαίρια,
κείνα μάραναν τον κήπο της καρδιάς μου
και συ σαν κύμα έρχεσαι κοντά μου,
να τον αναστήσεις, κρατώντας μου τα χέρια.
Είσαι της νύχτας ένα ολόδροσο αγέρι.
Διώχνεις, φυσώντας, τα νέφη της ψυχής μου,
χαρίζεις χρώματα της άχρωμης ζωής μου,
μ' αφήνεις να δω το πιο φωτεινό μ' αστέρι.
Σαν πάνω περνάς -συ της ευτυχίας αγεράκι-
από το άχαρο, διψασμένο μου σώμα,
του δίνεις πνοή να ανασαίνει, ακόμα
κι όταν το τρώει τ' αγέραστο του χρόνου σαράκι.
της καρδιάς μου τις άγονες ξέρες.
Τι κι αν πρόσμενα για να 'ρθείς μέρες;
Θα σε περίμενα άλλες τόσες, για τ' αξίζεις.
Ήτανε που 'ρθαν τα στεγνά τα καλοκαίρια,
κείνα μάραναν τον κήπο της καρδιάς μου
και συ σαν κύμα έρχεσαι κοντά μου,
να τον αναστήσεις, κρατώντας μου τα χέρια.
Είσαι της νύχτας ένα ολόδροσο αγέρι.
Διώχνεις, φυσώντας, τα νέφη της ψυχής μου,
χαρίζεις χρώματα της άχρωμης ζωής μου,
μ' αφήνεις να δω το πιο φωτεινό μ' αστέρι.
Σαν πάνω περνάς -συ της ευτυχίας αγεράκι-
από το άχαρο, διψασμένο μου σώμα,
του δίνεις πνοή να ανασαίνει, ακόμα
κι όταν το τρώει τ' αγέραστο του χρόνου σαράκι.
Δευτέρα, Δεκέμβριος 04, 2006
Περί Ονείρων
Κρεμώ μπρός του παραθύρου μου μια ονειροπαγίδα,
να φυλακίσει το όνειρο, -σαν γίνει ηλιαχτίδα
και θελήσει από την καμάρι έξω να γλιστρήσει-
να το κρατήσω συντροφιά στην έρημή μου ζήση.
Κάτω από ροζιασμένα σύννεφα χαράζω ονεινορίζοντα,
να βάλω κει με τη σειρά τα όνειρα τ' ανεκπλήρωτα.
Να τα μετρώ κάθε πρωί, κι ο ήλιος να τους δίνει
χρώματα ιριδίζοντα, με φως σαν θα τα ντύνει.
να φυλακίσει το όνειρο, -σαν γίνει ηλιαχτίδα
και θελήσει από την καμάρι έξω να γλιστρήσει-
να το κρατήσω συντροφιά στην έρημή μου ζήση.
Κάτω από ροζιασμένα σύννεφα χαράζω ονεινορίζοντα,
να βάλω κει με τη σειρά τα όνειρα τ' ανεκπλήρωτα.
Να τα μετρώ κάθε πρωί, κι ο ήλιος να τους δίνει
χρώματα ιριδίζοντα, με φως σαν θα τα ντύνει.
Ήρθαν στιγμές αλλόκοτες που ρήμαξαν τη νιότη,
με βρήκαν με τα μάτια μου στραμμένα στη Κασσιόπη.
Καθώς η νύχτα ματάφησε τα άστρα της αναμμένα,
τα κάνω ονειρολόγιο και το κρατώ για μένα.
Κείνες της αλλόκοτες στιγμές μέσα του θα τις κλείσω
και σαν τελειώσω, με κερί θε να το εσφραγίσω.
Σαν μου ζητήσουν οι μοίρες μου τα όνειρα να κάψω,
θα κάψω το ονειρολόγιο που χει στιγμές που πάσχω.
Θα βρω κι άλλα καμώματα για να τις ξεγελάσω
και τα δικά μου όνειρα κορνίζα θα τα φτιάσω.
Θα τα κολλώ στους τοίχους μου, σαν θα τα ζωγραφίσω,
κι ύστερα ας έρθει μια στιγμή τα όνειρα να ζήσω.
με βρήκαν με τα μάτια μου στραμμένα στη Κασσιόπη.
Καθώς η νύχτα ματάφησε τα άστρα της αναμμένα,
τα κάνω ονειρολόγιο και το κρατώ για μένα.
Κείνες της αλλόκοτες στιγμές μέσα του θα τις κλείσω
και σαν τελειώσω, με κερί θε να το εσφραγίσω.
Σαν μου ζητήσουν οι μοίρες μου τα όνειρα να κάψω,
θα κάψω το ονειρολόγιο που χει στιγμές που πάσχω.
Θα βρω κι άλλα καμώματα για να τις ξεγελάσω
και τα δικά μου όνειρα κορνίζα θα τα φτιάσω.
Θα τα κολλώ στους τοίχους μου, σαν θα τα ζωγραφίσω,
κι ύστερα ας έρθει μια στιγμή τα όνειρα να ζήσω.
Σάββατο, Δεκέμβριος 02, 2006
Στους τόπους των κραυγών
Υπάρχουν τόποι μακρινοί που πηγαίνουν τα μισοπεθαμένα μας όνειρα, οι πληγωμένες μας ελπίδες και οι ξεφτισμένες μας χαρές. Πιάνονται χέρι-χέρι και χορεύοντας γύρο από την άσβεστη της απελπισίας φωτιά, ψυχορραγώντας, πεθαίνουν μία-μία…
Είναι οι τόποι των κραυγών, οι τόποι των μαρτυρίων.
Εκεί δεν πιάνουν γιατρικά, ούτε ευχές Αγίων.
Μαύρα είναι τα δέντρα τους, με μαύρη τη φυλλωσιά τους,
τα αηδόνια πάνω στα κλαριά χάνουνε τη λαλιά τους.
Μια νύχτα, ήρθε ένα στοιχειό στο δώμα μου. Με πήρε από το χέρι και μου είπε πως θα με πάει κατά κει. Φόβος δε με πιάσε, μονάχα κρύος αέρας διαπέρασε το σώμα μου. Το στοιχειό, καθώς σήκωσε το σώμα μου ψηλά, συνέχισε να μου μιλάει:
“Και σαν αρχίσει ο χορός, κλειστά να 'χεις τα μάτια,
για να μην δεις τα όνειρα πως γίνονται κομμάτια.
Κατάρα σε όσους τα είδανε, έριξαν οι φυλάκοι,
να τους σκορπιούνται οι ψυχές, σαν να 'ναι από στάχυ.”
Θύμησες ονείρων ξεχασμένων, ελπίδων και χαρών άρχησαν να πλανιούνται στο μυαλό μου, καθώς πλησιάζαμε με το στοιχειό κείνους τους τόπους των μαρτυριών… Χωρίς καλά-καλά να προλάβω να συνέρθω από την ζάλη των θυμίσεων, το στοιχειό μου λέει με βραχνή φωνή: "Φτάσαμε!". Με ακούμπησε πάνω σε έναν βράχο και χάθηκε. Κοίταξα τριγύρω…
Σκοτάδι ήτανε παντού, το τοπίο μαραμένο
και μια γέρικη φωτιά σε δέντρο ματωμένο.
Μελοδίες μαγευτικές οι φλόγες της ηχούσαν
και γύρο της όνειρα, ελπίδες και χαρές, αντάμα ψυχορραγούσαν.
Τα σώματα τους ήταν σαν λευκές σκιές τσακισμένες από τον χρόνο. Δεν είχαν πάνω του πληγές, μα κραύγαζαν από πόνο. Και τότε μια σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια της σαν τον Εσταυρωμένο. Σηκώθηκαν ύστερα κι οι άλλες, πιάστηκαν χέρι-χέρι και έκαμαν κύκλο γύρο από την φωτιά της απελπισίας... Να κλείσω τα μάτια μου; ...Σκέφτηκα… Μα γιατί;
Άρχισαν να σέρνουνε χορό, θαρρώ χορό θανάτου,
σαν κείνος τις εκαρτέραγε να έρθουνε κοντά του.
Τραγούδι εγενήκανε οι άναρθρες κραυγές τους
και σαν πεταλούδες βγαίνανε απ' το στόμα η ψυχές τους.
Στάθηκα εκεί με θαυμασμό, κοίταξα δίχως τρόμο.
Ήταν δικές μου οι χαρές στου θανάτου τον δρόμο,
δικά μου ήταν τα όνειρα, δικές μου οι ελπίδες.
Ήταν μια απ΄ της μοίρας μου τις ύπουλες παγίδες.
Άκουσα το γέλιο των μοιρών και τις είδα εκ δεξιών μου, θρονιασμένες σε αντίπερα βράχο. Σαν έκλεισα τα μάτια μου, είδα την ψυχή μου ο άνεμος να την σκορπά σαν στάχυ. Μα σαν θα τα ματανοίξω...
Μα αλήθεια, μπορώ να τ' ανοίξω;
Είναι οι τόποι των κραυγών, οι τόποι των μαρτυρίων.
Εκεί δεν πιάνουν γιατρικά, ούτε ευχές Αγίων.
Μαύρα είναι τα δέντρα τους, με μαύρη τη φυλλωσιά τους,
τα αηδόνια πάνω στα κλαριά χάνουνε τη λαλιά τους.
Μια νύχτα, ήρθε ένα στοιχειό στο δώμα μου. Με πήρε από το χέρι και μου είπε πως θα με πάει κατά κει. Φόβος δε με πιάσε, μονάχα κρύος αέρας διαπέρασε το σώμα μου. Το στοιχειό, καθώς σήκωσε το σώμα μου ψηλά, συνέχισε να μου μιλάει:
“Και σαν αρχίσει ο χορός, κλειστά να 'χεις τα μάτια,
για να μην δεις τα όνειρα πως γίνονται κομμάτια.
Κατάρα σε όσους τα είδανε, έριξαν οι φυλάκοι,
να τους σκορπιούνται οι ψυχές, σαν να 'ναι από στάχυ.”
Θύμησες ονείρων ξεχασμένων, ελπίδων και χαρών άρχησαν να πλανιούνται στο μυαλό μου, καθώς πλησιάζαμε με το στοιχειό κείνους τους τόπους των μαρτυριών… Χωρίς καλά-καλά να προλάβω να συνέρθω από την ζάλη των θυμίσεων, το στοιχειό μου λέει με βραχνή φωνή: "Φτάσαμε!". Με ακούμπησε πάνω σε έναν βράχο και χάθηκε. Κοίταξα τριγύρω…
Σκοτάδι ήτανε παντού, το τοπίο μαραμένο
και μια γέρικη φωτιά σε δέντρο ματωμένο.
Μελοδίες μαγευτικές οι φλόγες της ηχούσαν
και γύρο της όνειρα, ελπίδες και χαρές, αντάμα ψυχορραγούσαν.
Τα σώματα τους ήταν σαν λευκές σκιές τσακισμένες από τον χρόνο. Δεν είχαν πάνω του πληγές, μα κραύγαζαν από πόνο. Και τότε μια σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια της σαν τον Εσταυρωμένο. Σηκώθηκαν ύστερα κι οι άλλες, πιάστηκαν χέρι-χέρι και έκαμαν κύκλο γύρο από την φωτιά της απελπισίας... Να κλείσω τα μάτια μου; ...Σκέφτηκα… Μα γιατί;
Άρχισαν να σέρνουνε χορό, θαρρώ χορό θανάτου,
σαν κείνος τις εκαρτέραγε να έρθουνε κοντά του.
Τραγούδι εγενήκανε οι άναρθρες κραυγές τους
και σαν πεταλούδες βγαίνανε απ' το στόμα η ψυχές τους.
Στάθηκα εκεί με θαυμασμό, κοίταξα δίχως τρόμο.
Ήταν δικές μου οι χαρές στου θανάτου τον δρόμο,
δικά μου ήταν τα όνειρα, δικές μου οι ελπίδες.
Ήταν μια απ΄ της μοίρας μου τις ύπουλες παγίδες.
Άκουσα το γέλιο των μοιρών και τις είδα εκ δεξιών μου, θρονιασμένες σε αντίπερα βράχο. Σαν έκλεισα τα μάτια μου, είδα την ψυχή μου ο άνεμος να την σκορπά σαν στάχυ. Μα σαν θα τα ματανοίξω...
Μα αλήθεια, μπορώ να τ' ανοίξω;
Παρασκευή, Δεκέμβριος 01, 2006
Η κόρη με τον σταυρό στη πλάτη
Νεράιδες με λυσσόνερο τα βράδια την ποτίζουν
κι οι λύκοι των αναμνήσεων παύουνε να γρυλίζουν.
Έχει πληγές στα χέρια της κι ένα σταυρό στη πλάτη,
αίμα έχει στο μέτωπο, σημάδια από αγκάθι.
Σφίγγει γερά τα δόντια της, η ανάσα της κομπιάζει,
σέρνει στη γης τα πόδια της, ενώ το αίμα στάζει.
Κυλά από τα μάτια της έως τα μάγουλα της.
Παρά την ταλαιπώρια της, λαμπρή η εμορφιά της.
Μονάχη κατηφορεί τον Γολγοθά, από αδιάβατο μονοπάτι,
αφού μοναχα βάσανα πήρε αντί για αγάπη.
Το σώμα της, που ένα λευκό πανί μόνον το τριγυρίζει,
θαρρείς πως είν' της άνοιξης μπουμπούκι που ανθίζει.
Και ένας άγγελος, σαν ακούει μια στάλα από το αίμα της το χώμα να αγγίζει, την πλησιάζει και την ρωτά:
"Για πούθε κόρη τράβηξες μόνη σε τέτοια μέρη,
ποιος σου χάρισε τούτο το σταυρό και τις πληγές στο χέρι;"
Συνεχίζει να σέρνει το βήμα της, δεν του αποκρίθει.
Αγιάτρευτη την νόμιζε, πως είν' η πληγή που κρύφτει.
Μα ο άγγελος , ευσπλαχνικά, την αρπάζει απ' τον ώμο,
την παίρνει να διαβούν μαζί της λησμονιάς τον δρόμο.
Νοεμβριος 2006κι οι λύκοι των αναμνήσεων παύουνε να γρυλίζουν.
Έχει πληγές στα χέρια της κι ένα σταυρό στη πλάτη,
αίμα έχει στο μέτωπο, σημάδια από αγκάθι.
Σφίγγει γερά τα δόντια της, η ανάσα της κομπιάζει,
σέρνει στη γης τα πόδια της, ενώ το αίμα στάζει.
Κυλά από τα μάτια της έως τα μάγουλα της.
Παρά την ταλαιπώρια της, λαμπρή η εμορφιά της.
Μονάχη κατηφορεί τον Γολγοθά, από αδιάβατο μονοπάτι,
αφού μοναχα βάσανα πήρε αντί για αγάπη.
Το σώμα της, που ένα λευκό πανί μόνον το τριγυρίζει,
θαρρείς πως είν' της άνοιξης μπουμπούκι που ανθίζει.
Και ένας άγγελος, σαν ακούει μια στάλα από το αίμα της το χώμα να αγγίζει, την πλησιάζει και την ρωτά:
"Για πούθε κόρη τράβηξες μόνη σε τέτοια μέρη,
ποιος σου χάρισε τούτο το σταυρό και τις πληγές στο χέρι;"
Συνεχίζει να σέρνει το βήμα της, δεν του αποκρίθει.
Αγιάτρευτη την νόμιζε, πως είν' η πληγή που κρύφτει.
Μα ο άγγελος , ευσπλαχνικά, την αρπάζει απ' τον ώμο,
την παίρνει να διαβούν μαζί της λησμονιάς τον δρόμο.
Πέμπτη, Νοέμβριος 30, 2006
Εκείνος κι η νύχτα
Κραυγές, θορύβοι ακούγονται πίσω απ' την αυλή του.
Ποιοί δαίμονες και ποιοί θεοί τα βάλανε μαζί του;
Βρε νύχτα δε κουραστικές σκοτάδι να του χαρίζεις
και στην φτωχή του την αυλή κρυφά να μουρμουρίζεις;
Δειλά δεν είν' τα μάτια του, αντρίκεια είν' η καρδιά του
και κάθε βράδυ ανοιχτά είν' τα παράθυρα του.
Μα συ βρε νύχτα κρύβεσαι πίσω απ' το σκοτάδι.
Τίποτα σπουδαίο δε σου ζητά, μονάχα ένα χάδι.
Μα εσύ δεν του το έδωσες, μόνο τον ξεγελούσες.
Αστέρια, αγάπες ψεύτικες τα βράδια τον κερνούσες.
Φοβάσαι μην το φεγγάρι σου το πάρει για δικό του,
μ' αυτός προσμένει για να'ρθει, μονάχα, τον λυτρωμό του.
Του θάνατου το πέρασμα σαν θα το περπατήσει,
θέλεις δε θέλεις, τότε πια, στα μάτια θα σ'αντικρίσει.
Εσύ που τον εχλεύαζες μονάχο σαν τον τυχούσες,
τότε πες μου τι θα του πεις; 'Oτι τον καρτερούσες;
Θα κάνει λόνχη το σώμα του που θα 'ναι απ' ατσάλι,
σκοτώνοντας σου την ψυχή, το φεγγάρι θα σου πάρει.
Όχι γιατί το ήθελε, ούτε για το 'χε ζηλέψει,
παρά για την αγάπη του, που του την είχες κλέψει.
Ποιοί δαίμονες και ποιοί θεοί τα βάλανε μαζί του;
Βρε νύχτα δε κουραστικές σκοτάδι να του χαρίζεις
και στην φτωχή του την αυλή κρυφά να μουρμουρίζεις;
Δειλά δεν είν' τα μάτια του, αντρίκεια είν' η καρδιά του
και κάθε βράδυ ανοιχτά είν' τα παράθυρα του.
Μα συ βρε νύχτα κρύβεσαι πίσω απ' το σκοτάδι.
Τίποτα σπουδαίο δε σου ζητά, μονάχα ένα χάδι.
Μα εσύ δεν του το έδωσες, μόνο τον ξεγελούσες.
Αστέρια, αγάπες ψεύτικες τα βράδια τον κερνούσες.
Φοβάσαι μην το φεγγάρι σου το πάρει για δικό του,
μ' αυτός προσμένει για να'ρθει, μονάχα, τον λυτρωμό του.
Του θάνατου το πέρασμα σαν θα το περπατήσει,
θέλεις δε θέλεις, τότε πια, στα μάτια θα σ'αντικρίσει.
Εσύ που τον εχλεύαζες μονάχο σαν τον τυχούσες,
τότε πες μου τι θα του πεις; 'Oτι τον καρτερούσες;
Θα κάνει λόνχη το σώμα του που θα 'ναι απ' ατσάλι,
σκοτώνοντας σου την ψυχή, το φεγγάρι θα σου πάρει.
Όχι γιατί το ήθελε, ούτε για το 'χε ζηλέψει,
παρά για την αγάπη του, που του την είχες κλέψει.
Έλα και συ ξωπίσω μας
Δαμάζουμε τους αέρηδες και πάνω τους πηδούμε
και όταν τους καβαλήσουμε σαν τα παιδιά γελούμε!
Έλα και εσύ ξωπίσω μας κι ανέβα πάνω σε έναν!
Τις λύπες, που τον θάνατο με ρόδα τον εραίναν,
πάμε για να μεθύσουμε, μη πάρει άλλον κανέναν.
Φωτιά πάμε να βάλουμε στα σκοτεινά τα αστέρια,
στάχτες και αστερόσκονες να πάρουμε στα χέρια,
να ρίξουμε στις μοίρες μας, -στα άσπρα τους μαλλιά-
να ξυπνήσουνε οι τύχες μας, να μας πάρουν αγκαλιά.
Έλα και συ ξωπίσω μας, έχεις να δεις πολλά...
Να δεις τα πέπλα των σκιών οι θρήνοι μας να βάφουν,
με χρώματα κόκκινο και καφέ επάνω τους να γράφουν,
όσα για μας δεν έγραψαν οι μοίρες και οι τύχες
-για μέρες αδαμάντινες, για χρυσαφένιες νύχτες-.
Έλα και εσύ ξωπίσω μας και γλύκανε τις πίκρες.
και όταν τους καβαλήσουμε σαν τα παιδιά γελούμε!
Έλα και εσύ ξωπίσω μας κι ανέβα πάνω σε έναν!
Τις λύπες, που τον θάνατο με ρόδα τον εραίναν,
πάμε για να μεθύσουμε, μη πάρει άλλον κανέναν.
Φωτιά πάμε να βάλουμε στα σκοτεινά τα αστέρια,
στάχτες και αστερόσκονες να πάρουμε στα χέρια,
να ρίξουμε στις μοίρες μας, -στα άσπρα τους μαλλιά-
να ξυπνήσουνε οι τύχες μας, να μας πάρουν αγκαλιά.
Έλα και συ ξωπίσω μας, έχεις να δεις πολλά...
Να δεις τα πέπλα των σκιών οι θρήνοι μας να βάφουν,
με χρώματα κόκκινο και καφέ επάνω τους να γράφουν,
όσα για μας δεν έγραψαν οι μοίρες και οι τύχες
-για μέρες αδαμάντινες, για χρυσαφένιες νύχτες-.
Έλα και εσύ ξωπίσω μας και γλύκανε τις πίκρες.
Δευτέρα, Νοέμβριος 27, 2006
Άσπρος Κύκνος
Ο Άσπρος Κύκνος άνοιξε τα φτερά του,
χώσου στον κόρφο του βαθιά για να κρυφτείς,
να σε κλείσει ζεστά στην αγκαλιά του,
αυτά που θα έρθουνε μην δεις και φοβηθείς .
Μην δεις τα αστέρια του μαύρου ουρανού
-απ' των ονείρων σου το αίμα είν' φιαγμένα-
χάμω να πέφτουν και σου φέρουν κατά νου
όσα είχες θάψει και όσα είχες ξεχασμένα.
Μην δεις των ανθρώπων πρόσωπα θαμπά,
όταν ξεχνιούνται και την μάσκα τους πετάνε,
γίνονται κτήνη και τα νύχια τους γαμψά,
πίσω από την πλάτη σου πηδούνε να σε φάνε.
Μην δεις των πόνων τις γκρίζες σκιές
που πλανιούνται σαν αλύτρωτες αγάπες,
σε δέντρα γέρικα ανάβουν τις φωτιές
και φοίνικες γεννιούνται από τις στάχτες.
Ο αέρας άρχισε θειάφι να βρωμάει.
Ξεκίνα γρήγορα, όσο είναι καιρός,
να βρείς τον δρόμο που στον Κύκνο πάει,
πριν σκοτεινιάσει τελείως ο ουρανός.
χώσου στον κόρφο του βαθιά για να κρυφτείς,
να σε κλείσει ζεστά στην αγκαλιά του,
αυτά που θα έρθουνε μην δεις και φοβηθείς .
Μην δεις τα αστέρια του μαύρου ουρανού
-απ' των ονείρων σου το αίμα είν' φιαγμένα-
χάμω να πέφτουν και σου φέρουν κατά νου
όσα είχες θάψει και όσα είχες ξεχασμένα.
Μην δεις των ανθρώπων πρόσωπα θαμπά,
όταν ξεχνιούνται και την μάσκα τους πετάνε,
γίνονται κτήνη και τα νύχια τους γαμψά,
πίσω από την πλάτη σου πηδούνε να σε φάνε.
Μην δεις των πόνων τις γκρίζες σκιές
που πλανιούνται σαν αλύτρωτες αγάπες,
σε δέντρα γέρικα ανάβουν τις φωτιές
και φοίνικες γεννιούνται από τις στάχτες.
Ο αέρας άρχισε θειάφι να βρωμάει.
Ξεκίνα γρήγορα, όσο είναι καιρός,
να βρείς τον δρόμο που στον Κύκνο πάει,
πριν σκοτεινιάσει τελείως ο ουρανός.
Παρασκευή, Νοέμβριος 24, 2006
Θέλω για εσένα..
Θέλω να γίνω βροχή, σα θα μουσκεύω το χώμα,
θα φιάχνω θεσπέσιες της φύσης ευωδιές.
Κι ύστερα, να γίνω αγέρι να σου χαϊδεύω το σώμα,
να φέρνω επάνω σου της Άνοίξης μυρωδιές.
Θέλω να γίνω αστέρι από ψηλά να σε κοιτάω,
φως να γεμίζω τις σκοτεινές σου βραδιές.
Θέλω να γίνω άγγελος, μα μόνο σένα να φυλάω
-όταν κοιμάται η τύχη σου- από τις αναποδιές.
Θέλω να γίνω φάρος στη θάλασσα της ζωής σου
πάνω στα βράχια των κακών σου στιγμών.
Θέλω να γίνω αθάνατος, για πάντα ένα μαζί σου,
αιώνια να ζήσουμε στη χώρα των αρετών
Θέλω να γίνω πουλί, θέλω να γίνω λουλούδι,
-καθετί που μπορεί να σου ομορφύνει την ζωή-
γαλάζιος ουρανός, της πεθυμιάς τραγούδι,
-καθετί που θα σου δώσει χαρά στη ψυχή-.
θα φιάχνω θεσπέσιες της φύσης ευωδιές.
Κι ύστερα, να γίνω αγέρι να σου χαϊδεύω το σώμα,
να φέρνω επάνω σου της Άνοίξης μυρωδιές.
Θέλω να γίνω αστέρι από ψηλά να σε κοιτάω,
φως να γεμίζω τις σκοτεινές σου βραδιές.
Θέλω να γίνω άγγελος, μα μόνο σένα να φυλάω
-όταν κοιμάται η τύχη σου- από τις αναποδιές.
Θέλω να γίνω φάρος στη θάλασσα της ζωής σου
πάνω στα βράχια των κακών σου στιγμών.
Θέλω να γίνω αθάνατος, για πάντα ένα μαζί σου,
αιώνια να ζήσουμε στη χώρα των αρετών
Θέλω να γίνω πουλί, θέλω να γίνω λουλούδι,
-καθετί που μπορεί να σου ομορφύνει την ζωή-
γαλάζιος ουρανός, της πεθυμιάς τραγούδι,
-καθετί που θα σου δώσει χαρά στη ψυχή-.
Πέμπτη, Νοέμβριος 23, 2006
Στο ποτάμι
Καθόμασταν στην άκρη από μακρινό ποτάμι
και τα σύννεφα μουδιασμένα μας κοιτούσαν.
Μονάχα κοίταζαν, μα νιώθαμε πως μιλούσαν,
καθώς μετρούσαμε χρόνια που πήγαν χαράμι.
Χαμήλωσα τα μάτια να κοιτάξω το νερό.
"Δες το -μου είπες- πόσο ξέγνοιαστα κυλάει.
Χωρίς να ξέρει που το ρέμα θα το πάει,
σε λίμνη αν θα το βγάλει ή σε ωκεανό.
Δες τα ποτάμια που ασταμάτητα κυλούνε,
σέρνουν χαμόγελα μαζί τους και χάρες.
Κι αν καλοκαίρια από τον ήλιο ξεραθούνε,
ξαναγεννιούνται με τις πρώτες τις βροχές"
Ύστερα έστρεψα σε εσένα την ματία μου,
έμεινα άφωνος σαν σύννεφο να σε κοιτώ.
Τότε μου είπες: "Άλλη μια θα σου το πω."
Kι άκουσα, νιώθοντας χάδι στα μαλλιά μου...
"Δες τα ποτάμια που ασταμάτητα κυλούνε,
σέρνουν χαμόγελα μαζί τους και χάρες.
Κι αν καλοκαίρια από τον ήλιο ξεραθούνε,
ξαναγεννιούνται με τις πρώτες τις βροχές"
και τα σύννεφα μουδιασμένα μας κοιτούσαν.
Μονάχα κοίταζαν, μα νιώθαμε πως μιλούσαν,
καθώς μετρούσαμε χρόνια που πήγαν χαράμι.
Χαμήλωσα τα μάτια να κοιτάξω το νερό.
"Δες το -μου είπες- πόσο ξέγνοιαστα κυλάει.
Χωρίς να ξέρει που το ρέμα θα το πάει,
σε λίμνη αν θα το βγάλει ή σε ωκεανό.
Δες τα ποτάμια που ασταμάτητα κυλούνε,
σέρνουν χαμόγελα μαζί τους και χάρες.
Κι αν καλοκαίρια από τον ήλιο ξεραθούνε,
ξαναγεννιούνται με τις πρώτες τις βροχές"
Ύστερα έστρεψα σε εσένα την ματία μου,
έμεινα άφωνος σαν σύννεφο να σε κοιτώ.
Τότε μου είπες: "Άλλη μια θα σου το πω."
Kι άκουσα, νιώθοντας χάδι στα μαλλιά μου...
"Δες τα ποτάμια που ασταμάτητα κυλούνε,
σέρνουν χαμόγελα μαζί τους και χάρες.
Κι αν καλοκαίρια από τον ήλιο ξεραθούνε,
ξαναγεννιούνται με τις πρώτες τις βροχές"
Σάββατο, Νοέμβριος 18, 2006
Χαρταετός
Την χαρά μου έδεσα σ' ένα χαρταετό
και εσύ είσαι αέρας που ψηλά τον πετάει.
Kατάρα έριξα και ανάθεμα στο εγώ
κι ο χαρταετός δε με νοιάζει που θα πάει.
Χάμω αν πέσει ή αν πετάξει πιο ψηλά,
ξέρω πως στο τέλος δε θα είμαι ο χαμένος,
αφού όποιος τολμά να προσπαθεί ξανά,
πάντα εκείνος βγαίνει να είναι κερδισμένος.
και εσύ είσαι αέρας που ψηλά τον πετάει.
Kατάρα έριξα και ανάθεμα στο εγώ
κι ο χαρταετός δε με νοιάζει που θα πάει.
Χάμω αν πέσει ή αν πετάξει πιο ψηλά,
ξέρω πως στο τέλος δε θα είμαι ο χαμένος,
αφού όποιος τολμά να προσπαθεί ξανά,
πάντα εκείνος βγαίνει να είναι κερδισμένος.
Παρασκευή, Νοέμβριος 17, 2006
Ο Άγγελος και ο Δαίμονας (παραμύθι;)
Αφού λοιπόν, σου αρέσουνε τα παραμύθια,
θα σου φιάξω ένα που θα κρύβει αλήθεια.
Ήταν κάποτε, μια φορά και έναν καιρό,
ένας άγγελος κάπου κει ψηλά στον ουρανό.
Φορούσε άσπρο χιτώνα και είχε μεγάλα φτερά,
βαρέθηκε όμως να πετάει και κατέβηκε χαμηλά.
Δίπλα από λασπώδη βάλτο, στων ελπίδων τη πηγή,
κατέβηκε να ξαποστάσει και λίγο νερό να πιει.
Σαν έβρεξε τα χείλη του με των ελπίδων το νερό,
στης πηγής τα νερά είδε είδωλο θαμπό.
Με την πρώτη ματιά περίεργο του εφανεί,
γύρισε πίσω να δει, ποιος είναι; τι κάνει;
στα ένδοξα, εκείνα, των αγγέλων λημέρια,
που τα βραδια από προσευχές γεννιούνται αστέρια.
Ήταν ένας δαίμονας με δάκρυα στα μάγουλά του,
με πικρα του ξομολογήθηκε πως έχασε το πέταγμα του
και ήταν χαμένος στων δαιμόνων τις χώρες
και έφτασε ως εκεί ακολουθώντας τις μπόρες.
Ο άγγελος τον δαίμονα τότε τον αγκαλιάζει
και του σφουγγίζει των πληγών το αίμα που στάζει.
Άρχισαν μαζί να περπατούν στου έρωτα το μονοπάτι
και τοτε ο δαίμονας ψιθύρισε στ' αφτί του αγγέλου κάτι:
"Υπάρχουν δαίμονες που κλαίνε από αγάπη
και θεριά που πεθαίνουν με ένα δάκρυ!"
Πάνω στον βράχο της αγάπης, που δεν υπάρχει ψέμα,
ο δαίμονας και ο άγγελος μαζί γίνηκαν ένα.
Από του ερωτα την ζάλη, ο άγγελος θαρρώ,
από τον δικό του ωμο έδωσε στον δαίμονα φτερό.
Ο δαίμονας το φόρεσε και βρήκε το πέταγμα του,
άνοιξε ξανά φτερά και έφυγε από κοντά του.
Άφησε τον άγγελο γατζωμένο πάνω στη γη.
Tι και αν εκείνος νόμιζε πως θα πέταγαν μαζί;
Mοναχος κάτσε, άγγελε, πάνω στης γης το χώμα,
αφού βαρέθηκες των ουρανών το γαλανό το χρώμα.
Kαι πιστεύω τώρα, άγγελε, θα το ΄μαθες καλά,
πως τα δάκρυα το ψεύτικα βγαίνουν απ' τα θεριά.
θα σου φιάξω ένα που θα κρύβει αλήθεια.
Ήταν κάποτε, μια φορά και έναν καιρό,
ένας άγγελος κάπου κει ψηλά στον ουρανό.
Φορούσε άσπρο χιτώνα και είχε μεγάλα φτερά,
βαρέθηκε όμως να πετάει και κατέβηκε χαμηλά.
Δίπλα από λασπώδη βάλτο, στων ελπίδων τη πηγή,
κατέβηκε να ξαποστάσει και λίγο νερό να πιει.
Σαν έβρεξε τα χείλη του με των ελπίδων το νερό,
στης πηγής τα νερά είδε είδωλο θαμπό.
Με την πρώτη ματιά περίεργο του εφανεί,
γύρισε πίσω να δει, ποιος είναι; τι κάνει;
στα ένδοξα, εκείνα, των αγγέλων λημέρια,
που τα βραδια από προσευχές γεννιούνται αστέρια.
Ήταν ένας δαίμονας με δάκρυα στα μάγουλά του,
με πικρα του ξομολογήθηκε πως έχασε το πέταγμα του
και ήταν χαμένος στων δαιμόνων τις χώρες
και έφτασε ως εκεί ακολουθώντας τις μπόρες.
Ο άγγελος τον δαίμονα τότε τον αγκαλιάζει
και του σφουγγίζει των πληγών το αίμα που στάζει.
Άρχισαν μαζί να περπατούν στου έρωτα το μονοπάτι
και τοτε ο δαίμονας ψιθύρισε στ' αφτί του αγγέλου κάτι:
"Υπάρχουν δαίμονες που κλαίνε από αγάπη
και θεριά που πεθαίνουν με ένα δάκρυ!"
Πάνω στον βράχο της αγάπης, που δεν υπάρχει ψέμα,
ο δαίμονας και ο άγγελος μαζί γίνηκαν ένα.
Από του ερωτα την ζάλη, ο άγγελος θαρρώ,
από τον δικό του ωμο έδωσε στον δαίμονα φτερό.
Ο δαίμονας το φόρεσε και βρήκε το πέταγμα του,
άνοιξε ξανά φτερά και έφυγε από κοντά του.
Άφησε τον άγγελο γατζωμένο πάνω στη γη.
Tι και αν εκείνος νόμιζε πως θα πέταγαν μαζί;
Mοναχος κάτσε, άγγελε, πάνω στης γης το χώμα,
αφού βαρέθηκες των ουρανών το γαλανό το χρώμα.
Kαι πιστεύω τώρα, άγγελε, θα το ΄μαθες καλά,
πως τα δάκρυα το ψεύτικα βγαίνουν απ' τα θεριά.
Νύχτες και Μέρες
Υπάρχουν νύχτες που πεινάς για ένα χάδι.
Υπάρχουν νύχτες που δίψας για μια αγκαλιά.
Οι πόθοι σου πετούν μες στο σκοτάδι
και ψάχνουν κάπου να κάνουνε φωλιά.
Υπάρχουν μέρες που δε θες να ξημερώσει.
Υπάρχουν μέρες που θέλεις να κρυφτείς
από τις ερινύες, που σε έχουνε κυκλώσει,
στο μυαλό σου άκρη δεν μπορείς να βρείς.
Υπάρχουν νύχτες που σκοτώνουνε αστέρια.
Υπάρχουν νύχτες που ανασταίνουνε καημούς.
Και κάποιες άλλες που σου δίνουνε στα χέρια
ροδόνερο, να πλύνεις τους στεναγμούς.
Υπάρχουν μέρες που φαντάζουνε άδειες.
Υπάρχουν μέρες που μένουνε φτωχές.
Και άλλες τόσες που μοιάζουνε με μαύρες,
αφώτιστες από τις δικιές της τις ματιές.
Υπάρχουν νύχτες που μοιάζουνε με αιώνες.
Υπάρχουν μέρες που δύσκολα περνούν.
Νύχτες και μέρες που θυμίζουνε εικόνες,
που δεν θα ήθελες ποτε να ξανάρθουν.
Υπάρχουν νύχτες που δίψας για μια αγκαλιά.
Οι πόθοι σου πετούν μες στο σκοτάδι
και ψάχνουν κάπου να κάνουνε φωλιά.
Υπάρχουν μέρες που δε θες να ξημερώσει.
Υπάρχουν μέρες που θέλεις να κρυφτείς
από τις ερινύες, που σε έχουνε κυκλώσει,
στο μυαλό σου άκρη δεν μπορείς να βρείς.
Υπάρχουν νύχτες που σκοτώνουνε αστέρια.
Υπάρχουν νύχτες που ανασταίνουνε καημούς.
Και κάποιες άλλες που σου δίνουνε στα χέρια
ροδόνερο, να πλύνεις τους στεναγμούς.
Υπάρχουν μέρες που φαντάζουνε άδειες.
Υπάρχουν μέρες που μένουνε φτωχές.
Και άλλες τόσες που μοιάζουνε με μαύρες,
αφώτιστες από τις δικιές της τις ματιές.
Υπάρχουν νύχτες που μοιάζουνε με αιώνες.
Υπάρχουν μέρες που δύσκολα περνούν.
Νύχτες και μέρες που θυμίζουνε εικόνες,
που δεν θα ήθελες ποτε να ξανάρθουν.
(Αν έφτασε κανείς εδώ διαβάζοντας, θα κάτσω να με χέσει! χω-χω-χω :-P)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου