5
Η ώρα πέντε σε μια πόλη που 'χει νεκρώσει,
και συ ψάχνεις το όνειρο σε μια φλέβα μελανή.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχεις νιώσει:
αγάπη, μίσος, εγκατάλειψη, θαλπωρή...
Θέλησες απ' τ' άπιαστα πιο πάνω να φθάσεις,
- κι αν κρατήσει πιο πολύ θα είσαι τυχερός -,
τα άζηστα, τ' απλησίαστα μονομιάς να πιάσεις.
Ξέρεις για τους άλλους είσαι ο λάθος, όχι ο σωστός.
Μα δε σε νοιάζει διόλου,
αφού ανόητους τους βλέπεις να χαράζουν πορεία στο πουθενά·
σε μια κοινωνία που πάει κατά διαόλου,
να βλέπουν περίπλοκα όσα σου φαίνονται απλά.
Καλό ταξίδι και πίσω να γυρίσεις·
ότι είδες στο διάβα σου να μου το διηγηθείς·
η πύλη στον χρόνο που βάλθηκες να ανοίξεις,
όταν γυρίσεις, που βρίσκετε να μου πεις!
Γιατί, κάνουμε καιρό τώρα τα ίδια ταξίδια,
ίδια ονείρατα κρατάμε στην αγκαλιά.
Εκείνους που δε σε νιώθουν παράτα τους στα ίδια,
στα παγωμένα λημέρια να ψάχνουν ζεστασιά!